Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Στέλιος
Στέλιος
Greek
Proper noun
Στέλιος
•
(
Stélios
)
m
Informal form of
Στυλιανός
(
Stylianós
)
.
Declension
Declension of
Στέλιος
(
Stélios
)
singular
nominative
Στέλιος
genitive
Στέλιου
accusative
Στέλιο
vocative
Στέλιο
Related terms
(
feminine form
)
Στυλιανή
,
Στέλλα
Etymology
From
Ancient Greek
Στυλιανός
(
Stulianós
)
.
Pronunciation
IPA
(key)
:
/ˈsteʎos/
Hyphenation:
Στέλ‧ιος
Similar Results