Definify.com

Definition 2024


Συρία

Συρία

Ancient Greek

Alternative forms

  • Συρίη (Suríē)

Proper noun

Συρίᾱ (Suríā) f (genitive Συρίας); first declension

  1. Syria

Inflection

Derived terms

  • Σύρα (Súra)
  • συρία (suría)
  • Συριάρχης (Suriárkhēs)
  • Συριαρχία (Suriarkhía)
  • Σύρος (Súros)
  • Σύριος (Súrios)
  • Συριακός (Suriakós)
  • Συριστί (Suristí)

Descendants

References


Greek

Proper noun

Συρία (Syría) f

  1. Syria