Definify.com
Definition 2024
Χριστιανισμός
Χριστιανισμός
See also: χριστιανισμός
Greek
Noun
Χριστιανισμός • (Christianismós) m (uncountable)
- Alternative form of χριστιανισμός (christianismós)
Declension
Declension of Χριστιανισμός (Christianismós)
singular | |
---|---|
nominative | Χριστιανισμός |
genitive | Χριστιανισμού |
accusative | Χριστιανισμό |
vocative | Χριστιανισμέ |
χριστιανισμός
χριστιανισμός
See also: Χριστιανισμός
Greek
Alternative forms
- Χριστιανισμός m (Christianismós)
Noun
χριστιανισμός • (christianismós) m (uncountable)
Declension
Declension of χριστιανισμός (christianismós)
singular | |
---|---|
nominative | χριστιανισμός |
genitive | χριστιανισμού |
accusative | χριστιανισμό |
vocative | χριστιανισμέ |
Related terms
- see: Χριστός m (Christós, “Christ”)
External links
- χριστιανισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el