Greek
Noun
ωκεανός • (okeanós) m (plural ωκεανοί)
- ocean
- Ο Ατλαντικός Ωκεανός είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ωκεανός της γης.
- The Atlantic Ocean is the Earth's second largest ocean.
- wealth
Declension
Usage notes
- ωκεανός m (okeanós, “ocean”) (e.g. Atlantic, Pacific)
- θάλασσα f (thálassa, “larger sea”) (e.g. Mediterranean, Baltic, Caribbean)
- πέλαγος m (pélagos, “smaller sea”) (e.g. Adriatic, Aegean, Ionian)