Definify.com
Definition 2024
Ωραία_Κοιμωμένη
Ωραία Κοιμωμένη
Greek
Proper noun
Ωραία Κοιμωμένη • (Oraía Koimoméni) f
- Sleeping Beauty (fairy tale and character)
Declension
Declension of Ωραία Κοιμωμένη (Oraía Koimoméni)
singular | |
---|---|
nominative | Ωραία Κοιμωμένη |
genitive | Ωραίας Κοιμωμένης |
accusative | Ωραία Κοιμωμένη |
vocative | Ωραία Κοιμωμένη |