Definify.com
Definition 2024
άγγιγμα
άγγιγμα
Greek
Alternative forms
- άγγιαγμα n (ángiagma)
Noun
άγγιγμα • (ángigma) n (plural αγγίγματα)
Declension
declension of άγγιγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άγγιγμα | αγγίγματα |
genitive | αγγίγματος | αγγιγμάτων |
accusative | άγγιγμα | αγγίγματα |
vocative | άγγιγμα | αγγίγματα |
Related terms
- see: αγγίζω (angízo, “to touch”)