Definify.com
Definition 2024
αγγίζω
αγγίζω
Greek
Alternative forms
Verb
αγγίζω • (angízo) (simple past άγγιξα, passive form αγγίζομαι, active)
Conjugation
αγγίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγγίζω | άγγιζα | θα αγγίζω | να αγγίζω | |
2s | αγγίζεις | άγγιζες | θα αγγίζεις | να αγγίζεις | άγγιζε |
3s | αγγίζει | άγγιζε | θα αγγίζει | να αγγίζει | |
1p | αγγίζουμε, αγγίζομε | αγγίζαμε | θα αγγίζουμε, αγγίζομε | να αγγίζουμε, αγγίζομε | |
2p | αγγίζετε | αγγίζατε | θα αγγίζετε | να αγγίζετε | αγγίζετε |
3p | αγγίζουν, αγγίζουνε | άγγιζαν, αγγίζαν, αγγίζανε | θα αγγίζουν, αγγίζουνε | να αγγίζουν, αγγίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγγίξω | άγγιξα | θα αγγίξω | να αγγίξω | |
2s | αγγίξεις | άγγιξες | θα αγγίξεις | να αγγίξεις | άγγιξε |
3s | αγγίξει | άγγιξε | θα αγγίξει | να αγγίξει | |
1p | αγγίξουμε, αγγίξομε | αγγίξαμε | θα αγγίξουμε, αγγίξομε | να αγγίξουμε, αγγίξομε | |
2p | αγγίξετε | αγγίξατε | θα αγγίξετε | να αγγίξετε | αγγίξτε, αγγίχτε |
3p | αγγίξουν, αγγίξουνε | άγγιξαν, αγγίξαν, αγγίξανε | θα αγγίξουν, αγγίξουνε | να αγγίξουν, αγγίξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγγίξει | είχα αγγίξει | θα έχω αγγίξει | να έχω αγγίξει | |
2s | έχεις αγγίξει | είχες αγγίξει | θα έχεις αγγίξει | να έχεις αγγίξει | έχε αγγιγμένο |
3s | έχει αγγίξει | είχε αγγίξει | θα έχει αγγίξει | να έχει αγγίξει | |
1p | έχουμε αγγίξει | είχαμε αγγίξει | θα έχουμε αγγίξει | να έχουμε αγγίξει | |
2p | έχετε αγγίξει | είχατε αγγίξει | θα έχετε αγγίξει | να έχετε αγγίξει | έχετε αγγιγμένο |
3p | έχουν αγγίξει | είχαν αγγίξει | θα έχουν αγγίξει | να έχουν αγγίξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγγιγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγγιγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγγιγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγγιγμένο | ||||
Participle: | αγγίζοντας | Non-finite ‡ | αγγίξει | 23, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- άγγιγμα n (ángigma, “touch”)
- άγγιχτος (ángichtos, “untouched”)
- άγγιαχτος (ángiachtos, “untouched”)
- ανέγγιχτος (anéngichtos, “untouched”)