Definify.com
Definition 2024
άγγιχτος
άγγιχτος
Greek
Alternative forms
- άγγιαχτος (ángiachtos)
Adjective
άγγιχτος • (ángichtos) m (feminine άγγιχτη, neuter άγγιχτο)
Declension
positive forms of άγγιχτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άγγιχτος | άγγιχτη | άγγιχτο | άγγιχτοι | άγγιχτες | άγγιχτα |
genitive | άγγιχτου | άγγιχτης | άγγιχτου | άγγιχτων | άγγιχτων | άγγιχτων |
accusative | άγγιχτο | άγγιχτη | άγγιχτο | άγγιχτους | άγγιχτες | άγγιχτα |
vocative | άγγιχτε | άγγιχτη | άγγιχτο | άγγιχτοι | άγγιχτες | άγγιχτα |
Synonyms
- ανέπαφος (anépafos)
- ανέγγιχτος (anéngichtos)
Related terms
- see: αγγίζω (angízo, “to touch”)