Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άζυμος
άζυμος
Greek
Adjective
άζυμος
•
(
ázymos
)
m
(
feminine
άζυμη
,
neuter
άζυμο
)
unleavened
, without
yeast
Declension
positive forms of
άζυμος
number
case / gender
singular
plural
masculine
feminine
neuter
masculine
feminine
neuter
nominative
άζυμος
άζυμη
άζυμο
άζυμοι
άζυμες
άζυμα
genitive
άζυμου
άζυμης
άζυμου
άζυμων
άζυμων
άζυμων
accusative
άζυμο
άζυμη
άζυμο
άζυμους
άζυμες
άζυμα
vocative
άζυμε
άζυμη
άζυμο
άζυμοι
άζυμες
άζυμα
Related terms
ζύμη
f
(
zými
,
“
yeast, dough
”
)
Similar Results