Definify.com
Definition 2024
άθραυστος
άθραυστος
Greek
Adjective
άθραυστος • (áthrafstos) m (feminine άθραυστη, neuter άθραυστο)
- unbreakable, shatterproof
- άθραυστο γυαλί ― áthrafsto gyalí ― unbreakable glass
- (figuratively) steadfast
- (rare) unbroken
Declension
positive forms of άθραυστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άθραυστος | άθραυστη | άθραυστο | άθραυστοι | άθραυστες | άθραυστα |
genitive | άθραυστου | άθραυστης | άθραυστου | άθραυστων | άθραυστων | άθραυστων |
accusative | άθραυστο | άθραυστη | άθραυστο | άθραυστους | άθραυστες | άθραυστα |
vocative | άθραυστε | άθραυστη | άθραυστο | άθραυστοι | άθραυστες | άθραυστα |