Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άλικος
άλικος
Greek
Adjective
άλικος
•
(
álikos
)
m
(
feminine
άλικη
,
neuter
άλικο
)
scarlet
,
crimson
Declension
positive forms of
άλικος
number
case / gender
singular
plural
masculine
feminine
neuter
masculine
feminine
neuter
nominative
άλικος
άλικη
άλικο
άλικοι
άλικες
άλικα
genitive
άλικου
άλικης
άλικου
άλικων
άλικων
άλικων
accusative
άλικο
άλικη
άλικο
άλικους
άλικες
άλικα
vocative
άλικε
άλικη
άλικο
άλικοι
άλικες
άλικα
Synonyms
see:
κόκκινος
(
kókkinos
,
“
red
”
)
for varieties of red.
Etymology
From
Turkish
al
.
Similar Results