Definify.com
Definition 2024
άνοια
άνοια
Greek
Noun
άνοια • (ánoia) f (plural άνοιες)
Declension
declension of άνοια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άνοια | άνοιες |
genitive | άνοιας | ανοιών |
accusative | άνοια | άνοιες |
vocative | άνοια | άνοιες |
Related terms
- γεροντική άνοια f (gerontikí ánoia, “senile dementia”)
- παράνοια f (paránoia, “paranoia”)
- προγεροντική άνοια f (progerontikí ánoia, “Alzheimer's disease”)