Definify.com
Definition 2024
παράνοια
παράνοια
Greek
Noun
παράνοια • (paránoia) f (plural παράνοιες)
Declension
declension of παράνοια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράνοια | παράνοιες |
genitive | παράνοιας | — |
accusative | παράνοια | παράνοιες |
vocative | παράνοια | παράνοιες |
Related terms
- άνοια f (ánoia, “dementia”)