Definify.com
Definition 2024
άνω_γνάθος
άνω γνάθος
Greek
Noun
άνω γνάθος • (áno gnáthos) f (plural άνω γνάθοι)
Declension
- see: γνάθος (gnáthos)
Related terms
- κάτω γνάθος f (káto gnáthos, “mandible, lower jaw”)
άνω γνάθος • (áno gnáthos) f (plural άνω γνάθοι)