Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άρση
άρση
Greek
Noun
άρση
•
(
ársi
)
f
(
plural
άρσεις
)
lifting
removal
(
music
)
upbeat
Declension
declension of
άρση
singular
plural
nominative
άρση
άρσεις
genitive
άρσης
/
άρσεως
άρσεων
accusative
άρση
άρσεις
vocative
άρση
άρσεις
Related terms
άρση βαρών
f
(
ársi varón
,
“
weightlifting
”
)
Similar Results