Definify.com
Definition 2024
άρση_βαρών
άρση βαρών
Greek
Noun
άρση βαρών • (ársi varón) f (uncountable)
Declension
Related terms
- αρσιβαρίστας m (arsivarístas, “weightlifter”)
External links
- άρση βαρών on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
άρση βαρών • (ársi varón) f (uncountable)