Definify.com

Definition 2025


άσυλο_ανιάτων

άσυλο ανιάτων

Greek

Noun

άσυλο ανιάτων (ásylo aniáton) n (plural άσυλα ανιάτων)

  1. (medicine) hospice

Declension

see: άσυλο (ásylo)