Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άσυλο_ανιάτων
άσυλο ανιάτων
Greek
Noun
άσυλο
ανιάτων
•
(
ásylo aniáton
)
n
(
plural
άσυλα ανιάτων
)
(
medicine
)
hospice
Declension
see:
άσυλο
(
ásylo
)
Similar Results