Definify.com
Definition 2024
ανίατος
ανίατος
Greek
Adjective
ανίατος • (aníatos) m (feminine ανίατη, neuter ανίατο)
Declension
positive forms of ανίατος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανίατος | ανίατη | ανίατο | ανίατοι | ανίατες | ανίατα |
genitive | ανίατου | ανίατης | ανίατου | ανίατων | ανίατων | ανίατων |
accusative | ανίατο | ανίατη | ανίατο | ανίατους | ανίατες | ανίατα |
vocative | ανίατε | ανίατη | ανίατο | ανίατοι | ανίατες | ανίατα |
Synonyms
- αγιάτρευτος (agiátreftos)
- αθεράπευτος (atherápeftos)
Antonyms
- ιάσιμος (iásimos)
Related terms
- άσυλο ανιάτων n (ásylo aniáton, “hospice”)