Definify.com

Definition 2025


άσωτος_υιός

άσωτος υιός

Greek

Noun

άσωτος υιός (ásotos yiós) m (plural άσωτοι υιοί)

  1. prodigal son

Declension

see: άσωτος (ásotos) and υιός (yiós)