Definify.com
Definition 2024
άσωτος
άσωτος
Greek
Adjective
άσωτος • (ásotos) m (feminine άσωτη, neuter άσωτο)
Declension
positive forms of άσωτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσωτος | άσωτη | άσωτο | άσωτοι | άσωτες | άσωτα |
genitive | άσωτου | άσωτης | άσωτου | άσωτων | άσωτων | άσωτων |
accusative | άσωτο | άσωτη | άσωτο | άσωτους | άσωτες | άσωτα |
vocative | άσωτε | άσωτη | άσωτο | άσωτοι | άσωτες | άσωτα |
Related terms
- άσωτος υιός m (ásotos yiós, “prodigal son”)