Definify.com
Definition 2024
έγκληση
έγκληση
See also: έγκλιση
Greek
Noun
έγκληση • (énklisi) f (plural εγκλήσεις)
- accusation
- (law) indictment
Declension
declension of έγκληση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έγκληση | εγκλήσεις |
genitive | έγκλησης / εγκλήσεως | εγκλήσεων |
accusative | έγκληση | εγκλήσεις |
vocative | έγκληση | εγκλήσεις |
Synonyms
- (accusation): κατηγορία f (katigoría)
Related terms
- εγκληματώ (enklimató, “to commit a crime, to offend”)
Homonyms
- έγκλιση f (énklisi, “grammatical mood”)
External links
- έγκληση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el