Definify.com
Definition 2024
έγκλιση
έγκλιση
See also: έγκληση
Greek
Noun
έγκλιση • (énklisi) f (plural εγκλίσεις)
Declension
declension of έγκλιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έγκλιση | εγκλίσεις |
genitive | έγκλισης / εγκλίσεως | εγκλίσεων |
accusative | έγκλιση | εγκλίσεις |
vocative | έγκλιση | εγκλίσεις |
See also
- ευκτική f (efktikí, “optative mood”)
- οριστική f (oristikí, “indicative mood”)
- προστακτική f (prostaktikí, “imperative mood”)
- υποτακτική f (ypotaktikí, “subjunctive mood”)
Homonyms
- έγκληση f (énklisi, “indictment, accusation”)