Definify.com
Definition 2024
οριστική
οριστική
Greek
Noun
οριστική • (oristikí) f (plural οριστικές)
Declension
declension of οριστική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οριστική | οριστικές |
genitive | οριστικής | οριστικών |
accusative | οριστική | οριστικές |
vocative | οριστική | οριστικές |
See also
- έγκλιση f (énklisi, “grammatical mood”)
- προστακτική f (prostaktikí, “imperative mood”)
- υποτακτική f (ypotaktikí, “subjunctive mood”)