Definify.com
Definition 2024
έλεγχος
έλεγχος
Greek
Noun
έλεγχος • (élenchos) m (plural έλεγχοι)
Declension
declension of έλεγχος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έλεγχος | έλεγχοι |
genitive | ελέγχου | ελέγχων |
accusative | έλεγχο | ελέγχους |
vocative | έλεγχε | έλεγχοι |
Related terms
- έλεγχος αποσκευών m (élenchos aposkevón, “luggage check-in”)
- έλεγχος διαβατηρίων m (élenchos diavatiríon, “passport control”)
Coordinate terms
- επιρροή f (epirroí, “influence”)
- ρύθμιση f (rýthmisi, “setting, adjustment, control”)
- χειρισμός m (cheirismós, “operation, manoeuvre”)