Definify.com
Definition 2024
αποσκευή
αποσκευή
Greek
Noun
αποσκευή • (aposkeví) f (plural αποσκευές)
- (usually plural) luggage (UK), baggage (US)
- υπέρβαρες αποσκευές ― ypérvares aposkevés ― excess baggage
- Είναι ελαστικές στο μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των αποσκευών.
- Eínai elastikés sto mégisto epitrepómeno város ton aposkevón.
- They are flexible about the maximum weight of luggage.
Declension
declension of αποσκευή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποσκευή | αποσκευές |
genitive | αποσκευής | αποσκευών |
accusative | αποσκευή | αποσκευές |
vocative | αποσκευή | αποσκευές |
Related terms
- έλεγχος αποσκευών m (élenchos aposkevón, “luggage check-in”)