Definify.com

Definition 2024


αποσκευή

αποσκευή

Greek

Noun

αποσκευή (aposkeví) f (plural αποσκευές)

  1. (usually plural) luggage (UK), baggage (US)
    υπέρβαρες αποσκευέςypérvares aposkevés ― excess baggage
    Είναι ελαστικές στο μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των αποσκευών.
    Eínai elastikés sto mégisto epitrepómeno város ton aposkevón.
    They are flexible about the maximum weight of luggage.

Declension

Related terms

  • έλεγχος αποσκευών m (élenchos aposkevón, luggage check-in)