Definify.com
Definition 2024
έμβασμα
έμβασμα
Greek
Noun
έμβασμα • (émvasma) n (plural εμβάσματα)
- (finance) remittance, postal or remote payment
- Πολλές οικογένειες συντηρούνται από τα εμβάσματα των ξενιτεμένων μελών τους.
- Many families are dependent on remittances from their emigrant members.
- Πολλές οικογένειες συντηρούνται από τα εμβάσματα των ξενιτεμένων μελών τους.
Declension
declension of έμβασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έμβασμα | εμβάσματα |
genitive | εμβάσματος | εμβασμάτων |
accusative | έμβασμα | εμβάσματα |
vocative | έμβασμα | εμβάσματα |