Definify.com
Definition 2024
εμβάσματα
εμβάσματα
Greek
Noun
εμβάσματα • (emvásmata) n
- Nominative plural form of έμβασμα (émvasma).
- Accusative plural form of έμβασμα (émvasma).
- Vocative plural form of έμβασμα (émvasma).
εμβάσματα • (emvásmata) n