Definify.com
Definition 2024
έμμετρος
έμμετρος
Greek
Adjective
έμμετρος • (émmetros) m (feminine έμμετρη, neuter έμμετρο)
Declension
positive forms of έμμετρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έμμετρος | έμμετρη | έμμετρο | έμμετροι | έμμετρες | έμμετρα |
genitive | έμμετρου | έμμετρης | έμμετρου | έμμετρων | έμμετρων | έμμετρων |
accusative | έμμετρο | έμμετρη | έμμετρο | έμμετρους | έμμετρες | έμμετρα |
vocative | έμμετρε | έμμετρη | έμμετρο | έμμετροι | έμμετρες | έμμετρα |