Definify.com

Definition 2024


έξτρα_παρθένο

έξτρα παρθένο

Greek

Adjective

έξτρα παρθένο (éxtra parthéno) n (éxtra parthéno)

  1. extra virgin
    έξτρα παρθένο ελαιόλαδο
    extra virgin olive oil

See also