Definify.com
Definition 2024
έξτρα_παρθένο
έξτρα παρθένο
Greek
Adjective
έξτρα παρθένο • (éxtra parthéno) n (éxtra parthéno)
- extra virgin
- έξτρα παρθένο ελαιόλαδο
- extra virgin olive oil
- έξτρα παρθένο ελαιόλαδο
See also
- αγουρόλαδο n (agourólado, “extra virgin olive oil, green olive oil”)
- ελαιόλαδο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el