Definify.com
Definition 2024
αγουρόλαδο
αγουρόλαδο
Greek
Noun
αγουρόλαδο • (agourólado) n (plural αγουρόλαδα)
Declension
declension of αγουρόλαδο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγουρόλαδο | αγουρόλαδα |
genitive | αγουρόλαδου | αγουρόλαδων |
accusative | αγουρόλαδο | αγουρόλαδα |
vocative | αγουρόλαδο | αγουρόλαδα |
Related terms
- see: ελαιόλαδο n (elaiólado, “olive oil”)
- and see: άγουρος (ágouros, “unripe, green”)
See also
- έξτρα παρθένο n (éxtra parthéno, “extra virgin”)