Definify.com
Definition 2024
αβησσυνιακός
αβησσυνιακός
Greek
Adjective
αβησσυνιακός • (avissyniakós) m (feminine αβησσυνιακή, neuter αβησσυνιακό)
- (dated) Abyssinian (currently: Ethiopian)
Declension
positive forms of αβησσυνιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβησσυνιακός | αβησσυνιακή | αβησσυνιακό | αβησσυνιακοί | αβησσυνιακές | αβησσυνιακά |
genitive | αβησσυνιακού | αβησσυνιακής | αβησσυνιακού | αβησσυνιακών | αβησσυνιακών | αβησσυνιακών |
accusative | αβησσυνιακό | αβησσυνιακή | αβησσυνιακό | αβησσυνιακούς | αβησσυνιακές | αβησσυνιακά |
vocative | αβησσυνιακέ | αβησσυνιακή | αβησσυνιακό | αβησσυνιακοί | αβησσυνιακές | αβησσυνιακά |
Related terms
- see: Αβησσυνία f (Avissynía, “Abyssinia”)