Definify.com
Definition 2024
αβιογένεση
αβιογένεση
Greek
Noun
αβιογένεση • (aviogénesi) f (uncountable)
Declension
Declension of αβιογένεση (aviogénesi)
singular | |
---|---|
nominative | αβιογένεση |
genitive | αβιογένεσης / αβιογενέσεως |
accusative | αβιογένεση |
vocative | αβιογένεση |
External links
- αβιογένεση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el