Definify.com
Definition 2024
αβιοτικός
αβιοτικός
Greek
Adjective
αβιοτικός • (aviotikós) m (feminine αβιοτική, neuter αβιοτικό)
Declension
positive forms of αβιοτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβιοτικός | αβιοτική | αβιοτικό | αβιοτικοί | αβιοτικές | αβιοτικά |
genitive | αβιοτικού | αβιοτικής | αβιοτικού | αβιοτικών | αβιοτικών | αβιοτικών |
accusative | αβιοτικό | αβιοτική | αβιοτικό | αβιοτικούς | αβιοτικές | αβιοτικά |
vocative | αβιοτικέ | αβιοτική | αβιοτικό | αβιοτικοί | αβιοτικές | αβιοτικά |