Definify.com
Definition 2024
αγέννητος
αγέννητος
Greek
Adjective
αγέννητος • (agénnitos) m (feminine αγέννητη, neuter αγέννητο)
Declension
positive forms of αγέννητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγέννητος | αγέννητη | αγέννητο | αγέννητοι | αγέννητες | αγέννητα |
genitive | αγέννητου | αγέννητης | αγέννητου | αγέννητων | αγέννητων | αγέννητων |
accusative | αγέννητο | αγέννητη | αγέννητο | αγέννητους | αγέννητες | αγέννητα |
vocative | αγέννητε | αγέννητη | αγέννητο | αγέννητοι | αγέννητες | αγέννητα |