Definify.com
Definition 2024
αγγαρεία
αγγαρεία
Greek
Noun
αγγαρεία • (angareía) f (plural αγγαρείες)
Declension
declension of αγγαρεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγαρεία | αγγαρείες |
genitive | αγγαρείας | αγγαρειών |
accusative | αγγαρεία | αγγαρείες |
vocative | αγγαρεία | αγγαρείες |