Definify.com

Definition 2024


αγγειοπλάστης

αγγειοπλάστης

Greek

Noun

αγγειοπλάστης (angeioplástis) m (plural αγγειοπλάστες, feminine αγγειοπλάστρια)

  1. potter, ceramicist

Declension

Related terms

See also