Definify.com
Definition 2025
αγγειοπλάστρια
αγγειοπλάστρια
Greek
Noun
αγγειοπλάστρια • (angeioplástria) f (plural αγγειοπλάστριες, masculine αγγειοπλάστης)
Declension
declension of αγγειοπλάστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγγειοπλάστρια | αγγειοπλάστριες |
| genitive | αγγειοπλάστριας | αγγειοπλαστριών |
| accusative | αγγειοπλάστρια | αγγειοπλάστριες |
| vocative | αγγειοπλάστρια | αγγειοπλάστριες |
Related terms
- see: αγγείο n (angeío, “pot, jar”)