Definify.com
Definition 2024
αγγειοπλάστρια
αγγειοπλάστρια
Greek
Noun
αγγειοπλάστρια • (angeioplástria) f (plural αγγειοπλάστριες, masculine αγγειοπλάστης)
Declension
declension of αγγειοπλάστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοπλάστρια | αγγειοπλάστριες |
genitive | αγγειοπλάστριας | αγγειοπλαστριών |
accusative | αγγειοπλάστρια | αγγειοπλάστριες |
vocative | αγγειοπλάστρια | αγγειοπλάστριες |
Related terms
- see: αγγείο n (angeío, “pot, jar”)