Definify.com
Definition 2024
αγγειοπλαστικές
αγγειοπλαστικές
Greek
Noun
αγγειοπλαστικές • (angeioplastikés) f
- Nominative plural form of αγγειοπλαστική (angeioplastikí).
- Accusative plural form of αγγειοπλαστική (angeioplastikí).
- Vocative plural form of αγγειοπλαστική (angeioplastikí).