Definify.com
Definition 2024
αγγειοπλαστική
αγγειοπλαστική
Greek
Noun
αγγειοπλαστική • (angeioplastikí) f (plural αγγειοπλαστικές)
- pottery, ceramics (the craft and study of making pots)
- (medicine, surgery) angioplasty (heart surgery: the mechanical widening of blood vessels)
Declension
declension of αγγειοπλαστική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοπλαστική | αγγειοπλαστικές |
genitive | αγγειοπλαστικής | αγγειοπλαστικών |
accusative | αγγειοπλαστική | αγγειοπλαστικές |
vocative | αγγειοπλαστική | αγγειοπλαστικές |
Synonyms
- κεραμική f (keramikí)
Related terms
- αγγειοπλάστης m (angeioplástis, “potter”)
- αγγειοπλάστρια f (angeioplástria, “potter”)
- αγγειοπλαστείο n (angeioplasteío, “potter's workshop”)
- and see: αγγείο n (angeío, “pot, jar”)