Definify.com
Definition 2024
κεραμική
κεραμική
Greek
Noun
κεραμική • (keramikí) f (plural κεραμικές)
Declension
declension of κεραμική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κεραμική | κεραμικές |
genitive | κεραμικής | κεραμικών |
accusative | κεραμική | κεραμικές |
vocative | κεραμική | κεραμικές |
Synonyms
- αγγειοπλαστική f (angeioplastikí, “pottery, heart surgery”)