Definify.com
Definition 2024
αγγελιοφόρος
αγγελιοφόρος
Greek
Alternative forms
- αγγελιαφόρος (angeliafóros)
Noun
αγγελιοφόρος • (angeliofóros) m, f (plural αγγελιοφόροι)
Declension
declension of αγγελιοφόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγελιοφόρος | αγγελιοφόροι |
genitive | αγγελιοφόρου | αγγελιοφόρων |
accusative | αγγελιοφόρο | αγγελιοφόρους |
vocative | αγγελιοφόρε | αγγελιοφόροι |
Related terms
- see: άγγελος m (ángelos, “angel”)