Definify.com

Definition 2024


αγιοποιημένος

αγιοποιημένος

Greek

Participle

αγιοποιημένος (agiopoiiménos) m (perfect, feminine αγιοποιημένη, neuter αγιοποιημένο)

  1. (religion): canonised (UK), canonized (US)

Declension