Definify.com
Definition 2024
αγιοποιημένος
αγιοποιημένος
Greek
Participle
αγιοποιημένος • (agiopoiiménos) m (perfect, feminine αγιοποιημένη, neuter αγιοποιημένο)
Declension
positive forms of αγιοποιημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγιοποιημένος | αγιοποιημένη | αγιοποιημένο | αγιοποιημένοι | αγιοποιημένες | αγιοποιημένα |
genitive | αγιοποιημένου | αγιοποιημένης | αγιοποιημένου | αγιοποιημένων | αγιοποιημένων | αγιοποιημένων |
accusative | αγιοποιημένο | αγιοποιημένη | αγιοποιημένο | αγιοποιημένους | αγιοποιημένες | αγιοποιημένα |
vocative | αγιοποιημένε | αγιοποιημένη | αγιοποιημένο | αγιοποιημένοι | αγιοποιημένες | αγιοποιημένα |