Definify.com
Definition 2024
αγκάλη
αγκάλη
See also: ἀγκάλη
Greek
Noun
αγκάλη • (ankáli) f (plural αγκάλες)
- embrace, arms, bosom
- H μητέρα έσφιξε το παιδί στη ζεστή αγκάλη της.
- The mother held the child in her warm embrace.
- H μητέρα έσφιξε το παιδί στη ζεστή αγκάλη της.
- affection
- μητρική αγκάλη
- parental embrace
- μητρική αγκάλη
- bay (sea area enclosed by headlands)
Declension
declension of αγκάλη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγκάλη | αγκάλες |
genitive | αγκάλης | — |
accusative | αγκάλη | αγκάλες |
vocative | αγκάλη | αγκάλες |
Synonyms
- αγκαλιά f (ankaliá)
- αγκάλιασμα n (ankáliasma)
Related terms
- see: αγκαλιά (ankaliá, “embrace, embraced”)