Definify.com

Definition 2024


αγκαθωτα_σύρματα

αγκαθωτα σύρματα

Greek

Noun

αγκαθωτα σύρματα (ankathota sýrmata) n

  1. Plural form of αγκαθωτό σύρμα (ankathotó sýrma).