Definify.com
Definition 2024
αγκαθωτό_σύρμα
αγκαθωτό σύρμα
Greek
Noun
αγκαθωτό σύρμα • (ankathotó sýrma) n (plural αγκαθωτα σύρματα)
Declension
Synonyms
- συρματόπλεγμα n (syrmatóplegma)
αγκαθωτό σύρμα • (ankathotó sýrma) n (plural αγκαθωτα σύρματα)