Definify.com

Definition 2024


αγκιστρώνομαι

αγκιστρώνομαι

Greek

Verb

αγκιστρώνομαι (ankistrónomai) (simple past αγκιστρώθηκα, active form αγκιστρώνω, passive)

  1. be hooked
  2. be shackled

Conjugation