Definify.com
Definition 2024
αγοραστός
αγοραστός
Greek
Adjective
αγοραστός • (agorastós) m (feminine αγοραστή, neuter αγοραστό)
- bought, as bought
- Αυτό το γλυκό δεν το έφτιαξα δυστυχώς εγώ, είναι αγοραστό.
- Sadly I did not make this cake, it is bought.
- Αυτό το γλυκό δεν το έφτιαξα δυστυχώς εγώ, είναι αγοραστό.
- off-the-peg (UK), off-the-rack(US)
Declension
positive forms of αγοραστός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγοραστός | αγοραστή | αγοραστό | αγοραστοί | αγοραστές | αγοραστά |
genitive | αγοραστού | αγοραστής | αγοραστού | αγοραστών | αγοραστών | αγοραστών |
accusative | αγοραστό | αγοραστή | αγοραστό | αγοραστούς | αγοραστές | αγοραστά |
vocative | αγοραστέ | αγοραστή | αγοραστό | αγοραστοί | αγοραστές | αγοραστά |