Definify.com

Definition 2024


αγοραστός

αγοραστός

Greek

Adjective

αγοραστός (agorastós) m (feminine αγοραστή, neuter αγοραστό)

  1. bought, as bought
    Αυτό το γλυκό δεν το έφτιαξα δυστυχώς εγώ, είναι αγοραστό.
    Sadly I did not make this cake, it is bought.
  2. off-the-peg (UK), off-the-rack(US)

Declension