Definify.com
Definition 2024
αγοραφοβία
αγοραφοβία
Greek
Noun
αγοραφοβία • (agorafovía) f (uncountable)
Declension
Declension of αγοραφοβία (agorafovía)
singular | |
---|---|
nominative | αγοραφοβία |
genitive | αγοραφοβίας |
accusative | αγοραφοβία |
vocative | αγοραφοβία |