Definify.com

Definition 2024


αγριοκοιτάχτηκα

αγριοκοιτάχτηκα

Greek

Verb

αγριοκοιτάχτηκα (agriokoitáchtika)

  1. first-person singular simple past of αγριοκοιτάζομαι (agriokoitázomai)