Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αγριοκοιτάχτηκα
αγριοκοιτάχτηκα
Greek
Verb
αγριοκοιτάχτηκα
•
(
agriokoitáchtika
)
first-person singular
simple past
of
αγριοκοιτάζομαι
(
agriokoitázomai
)
Similar Results