Definify.com

Definition 2024


αγριοκοιτάζομαι

αγριοκοιτάζομαι

Greek

Verb

αγριοκοιτάζομαι (agriokoitázomai) (simple past αγριοκοιτάχτηκα, active form αγριοκοιτάζω, passive)

  1. glare, glare at
    Οι δυο αντίπαλοι αγριοκοιταζόντουσαν πριν ορμήσουν ο ένας στον άλλον.
    The two opponents glared at each other before starting the fight.

Conjugation

Related terms